-
1 рулевой
рулев||о́й1. прил του πηδαλίου, τοῦ τιμονιού:\рулевойо́е колесо τό τιμόνι, τό πηδάλιο[ν], τό δοιάκι, ὁ οἰαξ· \рулевойое устройство ὁ μηχανισμός τοῦ πηδαλίου·2. м ὁ τιμονιέρης, ὁ πηδαλιούχος, ὁ οίακιστής. -
2 рулевой
επ.1. του πηδαλίου, του τιμονιού•-ое колесо οιακοστρόφιο του πηδαλίου.
2. ως ουσ. τιμονιέρης, πηδαλιούχος, οιακιστής• ο πλοηγός. -
3 рулевой
I.του πηδαλίουτου τιμονιού, του οίακοςII.(человек, правящий рулём на судне) о πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης, о οιακοστρόφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рулевой
-
4 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
5 механизм
1. (внутреннее устройство машины, прибора, аппарата и т.п., приводящее их в действие) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η συσκευήвыключающий полигр. - αποσύνδεσηςглавные - ы мор. οι κύριεςμηχανέςделительный - διαιρετός -, διανεμητικός -очистительный с.-х. - καθαρισμούпалубные - ы мор. τα μηχανήματα καταστρώματος- μείωσηςтормозной - φρεναρίσματος/πέ-δησηςщёточный эл. - των ψύ-κτρων2. (совокупность состояний и процессов) η διαδικασία, ο τρόπος 3. (внутреннее устройство, система чего-л.) о μηχανισμός, η μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механизм
-
6 штырь
тех. о πείρος, ο αξονίσκος, ο γόμφοςнастроечный рад. - ρύθμισηςпромежуточный рулевой - мор. ενδιάμεσος - πηδαλίουрулевой мор. - πηδαλίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штырь
-
7 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
8 стопор
ο αναστολέας, η ασφάλεια, το κλείστρο, το εμπόδιστροвинтовой - мор. ο κοχλιωτός κατοχέας (προς συγκράτηση της αλύσεωςрулевой - мор. το χαλινωτήριο του πηδαλίουцепной - мор. о κατο-χεύς/κατοχέας της αλυσίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стопор
-
9 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
10 фундамент
η βάσητο θεμέλιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фундамент